- παραφθείρω
- ΝΜΑφθείρω, νοθεύω κάπως, αλλοιώνω κατά τι, ιδίως προς το χειρότερομσν.1. παθ. παραφθείρομαιπέφτω σε αχρησία («νόμος ἄρτι παρεφθάρη» Ιω. Λυδ.)2. αλλάζω, μεταβάλλω3. μτφ. διαφθείρω τη συνείδηση κάποιου με διάφορα μέσαμσν.-αρχ.παθ. φθείρομαι κάπως, καταστρέφομαι εν μέρει, αφανίζομαιαρχ.1. παθ. (για χαρακτήρα) διαφθείρομαι2. μέσ. χάνω κάτι («παραφθαρεις τήν φωνήν» (Πλούτ.)3. (ενεργ. και παθ.) α) χάνομαι, έχω χαθείβ) γίνομαι άχρηστος, πέφτω σε αχρηστία4. αποβάλλω κάτι5. εξευτελίζω, υποβιβάζω («παραφθείρειν φιλοσοφίαν», Φιλόστρ.).
Dictionary of Greek. 2013.